ρέστος

ρέστος
η , ο остальной;

§ μένω (καί) ρέστος — а) оставаться ни с чем, оставаться в дураках; — б) оставаться должником


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρέστος" в других словарях:

  • ρέστος — η, ο (λ. ιταλ.), υπόλοιπος: Τρεις μονάχα υποψήφιοι πέτυχαν, οι ρέστοι απότυχαν. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρέστα υπόλοιπο χρηματικού ποσού: Δώσεμου τα ρέστα από ένα πενηντάρικο. Φρ., «ζητά (ή θέλει) και ρέστα», παρουσιάζεται ως απαιτητής (ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρέστα — τα, Ν βλ. ρέστος …   Dictionary of Greek

  • ρέστο — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρέστα α) υπόλοιπο χρηματικού ποσού το οποίο επιστρέφεται μετά την κράτηση τής ανάλογης τιμής ενός προϊόντος σε αγοραπωλησία β) (γενικά) τα υπόλοιπα χρήματα 3. φρ …   Dictionary of Greek

  • υπόλοιπος — η, ο 1. αυτός που απομένει, ο λοιπός, ο καθυστερούμενος, ο ρέστος: Τα υπόλοιπα χρήματα θα τα πληρώσω αύριο. 2. το ουδ. ως ουσ., υπόλοιπο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»